-
1 λυτήριος
λυτήριος, gew. 2 Endgn, lösend, befreiend; δαίμονες, Aesch. Spt. 158; ὅπως γένοιτο τῶνδ' ἐμοὶ λυτήριος, daß er mich hiervon befrei't, Eum. 288; τούτων ἄκη τομαῖα καὶ λυτήρια Suppl. 265; λυτηρίους εὐχὰς δειμάτων Soph. El. 625; vgl. ὡς ἐμοὶ τόδ' ἂν κακῶν γένοιτο λυτήριον, möchte mich vom Leide befreien, 1490; λυτήρια φόνου, Entsühnung vom Morde, 439; λυτήριος ἐκ ϑανάτου Eur. Alc. 224; Sp.
-
2 λυτήριος
λυτήριος, lösend, befreiend; ὅπως γένοιτο τῶνδ' ἐμοὶ λυτήριος, daß er mich hiervon befreit; ὡς ἐμοὶ τόδ' ἂν κακῶν γένοιτο λυτήριον, möchte mich vom Leide befreien; λυτήρια φόνου, Entsühnung vom Morde
См. также в других словарях:
λυτήριος — λυτήριος, ον, θηλ. και ία (Α) [λυτήρ] 1. αυτός που ανακουφίζει κάποιον από κάτι («ὅπως γένοιτο τῶνδ ἐμοὶ λυτήριος», Αισχύλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λυτήριον λύτρο («τὸ καλλίνικον λυτήριον δαπανᾱν», Πίνδ.) … Dictionary of Greek